ἀπέκγονος

ἀπέκγονος
ἀπέκ-γονος, , ,
A great-great-grandchild, Simon.112.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απέκγονος — ἀπέκγονος, ο, η (Α) 1. μακρινός απόγονος 2. τρισέγγονος …   Dictionary of Greek

  • ἀπεκγόνοις — ἀπέκγονος great great grandchild masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέκγονον — ἀπέκγονος great great grandchild masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”